Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ πραχθέντα

См. также в других словарях:

  • πραχθέντα — πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πράσσω pass through aor part pass masc acc sg πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραχθένθ' — πραχθέντα , πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πραχθέντα , πράσσω pass through aor part pass masc acc sg πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass masc acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραχθέντ' — πραχθέντα , πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πραχθέντα , πράσσω pass through aor part pass masc acc sg πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass neut nom/voc/acc pl πρᾱχθέντα , πράσσω pass through aor part pass masc acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτα — Εκκλησιαστικά κείμενα της Δυτ. Εκκλησίας στα οποία περιγράφονται όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τη ζωή, τη δράση και τα μαρτύρια των αγίων. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη acta που σημαίνει πράξεις. Acta Sanctorum (Πράξεις αγίων). Τεράστια… …   Dictionary of Greek

  • θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ …   Dictionary of Greek

  • παρεκτίθημι — Α [εκτίθημι] 1. εκθέτω, αφηγούμαι κάτι λεπτομερώς («παρεκτίθημι τὰ πραχθέντα ὅπως γέγονε», Ενάπ.) 2. παθ. παρεκτίθεμαι α) εκθέτω κρυφά το παιδί μου β) θέτω κατά μέρος, παρασιωπώ, υποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»